κακολόγος

κακολόγος
και κακόλογος, -ο (AM κακολόγος, -ον)
αυτός που τού αρέσει να κακολογεί, κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος, συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -λογος (< λόγος), πρβλ. καινο-λόγος, σεμνο-λόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακολόγος, -ος — και α, ο κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος: Πες καμιά καλή κουβέντα και μην είσαι πάντα κακολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακολόγος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόλογος — evil speaking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακολόγως — κακόλογος evil speaking adverbial κακόλογος evil speaking masc/fem acc pl (doric) κακολόγος adverbial κακολόγος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακολόγον — κακολόγος masc/fem acc sg κακολόγος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακολόγους — κακόλογος evil speaking masc/fem acc pl κακολόγος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακολόγων — κακόλογος evil speaking masc/fem/neut gen pl κακολόγος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόλογον — κακόλογος evil speaking masc/fem acc sg κακόλογος evil speaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουσκουσούρης, -α, -ικο — κακολόγος, κουτσομπόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακολόγε — κακολόγος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”